συμβολιστής

συμβολιστής
ο
οπαδός του συμβολισμού στη λογοτεχνία: Οι συμβολιστές χρησιμοποιούν την υποβολή για να εκφράσουν την ατμόσφαιρα του ψυχικού τους κόσμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβολιστής — ο, Ν 1. αυτός που χρησιμοποιεί σύμβολα για να παραστήσει τις ιδέες του 2. καλλιτέχνης ή ποιητής οπαδός τού συμβολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολισμός / συμβολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • συμβολιστικός — ή, ό, Ν [συμβολιστής] σχετικός με τον συμβολισμό …   Dictionary of Greek

  • Βερχάρεν, Εμίλ — (Émile Verhaeren, Σεν Αμάν, Αμβέρσα 1855 – Ρουέν 1916). Βέλγος συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1883 ως συμβολιστής, με ποιήματα που τα διέκρινε μια αντίθεση –χαρακτηριστικά φλαμανδική– μυστικισμού και ρεαλισμού. Σε διαδοχικές συλλογές με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καν, Γκουστάβ — (Gustave Kahn, 1859 – 1936). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στη σχολή ανατολικών γλωσσών του Παρισιού και το 1886 ίδρυσε ένα περιοδικό με τον τίτλο Η φήμη. Τον ίδιο χρόνο, μαζί με τον Ζαν Μορεάς, τον Ζιλ Λαφόργκ και τον Πολ Αντάμ… …   Dictionary of Greek

  • Μπαντέιρα, Μανουέλ — (Pεσίφε 1886 – Ρίο ντε Τζανέιρο 1968). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο κολέγιο Πέτρος Β’ του Ρίο ντε Τζανέιρο και μετά στο πολυτεχνείο του Σάο Πάολο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Επειδή προσβλήθηκε από φυματίωση, πήγε στην… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”